κοσμοξακουσμένος

κοσμοξακουσμένος
-η, -ο
αυτός που έχει ακουστεί σε όλο τον κόσμο, ένδοξος, περιλάλητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοσμοξακουσμένος — κοσμοξακουσμένος, η, ο και κοσμοξάκουστος, η, ο ο ξακουστός σ όλο τον κόσμο, ο ένδοξος, ο διάσημος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • κοσμοξάκουστος — η, ο κοσμοξακουσμένος …   Dictionary of Greek

  • κοσμοξάκουστος — η, ο βλ. κοσμοξακουσμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”